- αραλίκι
- το1. χαραμάδα, ραγισματιά2. ανάπαυση, νωθρότητα, τεμπελιά3. κατάλληλη περίσταση, ευκαιρία4. άνεση, ευρυχωρία.[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. aralik «μέσον, διάστημα τόπου και χρόνου»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αραλίκι — το (λ. τουρκ.) 1. η ξάπλα, η «λούφα». 2. χαραμάδα, ευκαιρία, ευρυχωρία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-λίκι — και ιλίκι και ίκι κατάλ. αφηρημένων ουσ. τής Νεοελληνικής που δηλώνουν ιδιότητα συχνά με μειωτική σημασιολογική χροιά. Η κατάλ. προήλθε από δάνεια από την Τουρκική (κατάλ. lik), π.χ. μερακ λίκι. Η κατάλ. εμφανίζεται σπανιότερα και με τη μορφή ίκι … Dictionary of Greek